- ἡλιοκαλλίς
- ἡλιο-καλλίς, ίδος, ἡ,A = ἡλιανθές, Plin.HN24.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιοκαλλίς — ἡλιοκαλλίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό κίστος, αγριοφασκομηλιά, αλάδανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καλλις (< κάλλος, το)] … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek